- δικαιώνομαι
- δικαιώνομαι, δικαιώθηκα, δικαιωμένος βλ. πίν. 4
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Liste unregelmäßiger Verben im Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… … Deutsch Wikipedia
Unregelmäßige Verben des Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… … Deutsch Wikipedia
Unregelmäßige Verben im Neugriechischen — sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden. Inhaltsverzeichnis 1 Vorbemerkungen und Statistik 2… … Deutsch Wikipedia
Unregelmäßige neugriechische Verben — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… … Deutsch Wikipedia
δικαιώνω — και δικιώνω (AM δικαιῶ, όω Μ και δικαιώνω) [δίκαιος] 1. αναγνωρίζω, θεωρώ κάτι ή κάποιον ως δίκαιο 2. δικαιολογώ, υπερασπίζω 3. απονέμω δικαιοσύνη, δικάζω 4. απαλλάσσω από κατηγορία 5. παθ. εκκλ. απολυτρώνομαι, απαλλάσσομαι από τις αμαρτίες… … Dictionary of Greek
εξελέγχω — (AM ἐξελέγχω) [ελέγχω] νεοελλ. ενεργώ λεπτομερή έλεγχο, εξακριβώνω μσν. μέσ. δικαιώνομαι αρχ. 1. αποδεικνύω κάποιον ως ένοχο («ἐπ αἰσχρᾱς αἰτίας ἐξελήλεγκται», Λυσ.) 2. αναιρώ, ανασκευάζω («ὑπ ἐμοῡ ἐξελεγχθήσονται ἔργῳ», Πλάτ.) 3. αποδεικνύω ότι… … Dictionary of Greek
επαληθεύω — (AM ἐπαληθεύω) 1. αποδεικνύω κάτι ως αληθινό, επιβεβαιώνω, επικυρώνω («τὸν τοῡ Ἀλκιβιάδου λόγον... ἐπαλήθευσεν ο Λίχας», Θουκ.) 2. (αμτβ.). δικαιώνομαι, επιβεβαιώνομαι, αποδεικνύομαι από τα ίδια τα πράγματα ακριβής, αληθινός («επαληθεύθηκαν οι… … Dictionary of Greek
επιτελώ — (AM ἐπιτελῶ, έω) [τελώ] πραγματοποιώ, εκτελώ, επιτυγχάνω, αποπερατώνω («ὅπως ἂν ἡ εἰρήνη ἐπιτελεσθῇ», Δημοσθ.) αρχ. 1. εκτελώ («οἱ μὲν νυν ἄλλοι παῑδες τὰ ἐπιτασσόμενα ἐπετέλεον», Ηρόδ.) 2. συμπληρώνω, αποτελειώνω την κατασκευή («ὡς δὲ ἐπετελέσθη … Dictionary of Greek
ικανώ — (ΑΜ ἱκανῶ, όω, Μ και έω) [ικανός] (νεοελλ. μσν.) 1. ικανοποιώ, ανταμείβω κάποιον 2. ευχαριστώ, τέρπω κάποιον 3. επαρκώ, είμαι αρκετός 4. τακτοποιώ 5. συμπληρώνω 6. αποδίδω, επιστρέφω κάτι σε κάποιον 7. αποζημιώνω μσν. 1. μέσ. ἱκανοῡμαι, όομαι α)… … Dictionary of Greek
δικαιώνω — δικαίωσα, δικαιώθηκα, δικαιωμένος 1. απονέμω δίκαιο, αναγνωρίζω το δίκαιο: Τελικά δικαιώθηκε από τον Άρειο Πάγο. 2. δικαιούμαι έχω δικαίωμα: Δικαιούμαι δεκαπενθήμερη άδεια. 3. δικαιώνομαι επαληθεύομαι, αποδεικνύεται το δίκαιό μου: Δικαιώθηκε με… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)